Σεπτεμβρίου 29, 2007

Εξέλιξη ή συντήρηση; Τείχη ή γέφυρες;

Η ανάπτυξη και η συγκρότηση επιμέρους κοινωνικών ομάδων (με τις δικές τους εσωτερικές διαφορές) πηγάζει από οικονομικά, εθνολογικά, θρησκευτικά, πολιτικά γνωρίσματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά τα γνωρίσματα λειτουργούν εξ αντιδιαστολής με τα «αντίθετά» τους, διαμορφώνοντας τα «εμείς» και τα «εσείς» υπό τη μορφή στερεοτύπων.

Οι διαχωρισμοί όπως φτωχός – πλούσιος, Έλληνας – ξένος, πιστός – άπιστος, «δεξιά» – «αριστερά» ομαδοποιούν άτομα με ομοειδή χαρακτηριστικά που αισθάνονται ή και αντικειμενικά βρίσκονται στον ίδιο οικονομικό, εθνολογικό, θρησκευτικό, πολιτικό παρονομαστή. Σταδιακά αυτές οι δεξαμενές ατόμων με παρόμοια γνωρίσματα αποκτούν εσωτερική δομή και συνοχή, έτσι ώστε να αποτελέσουν επιμέρους κοινωνικές ομάδες, με ξεχωριστές ιδεολογικές κατευθύνσεις και ενίοτε κοινωνικές διεκδικήσεις. Ο αρχικός συνεκτικός ιστός τέτοιων ομάδων αποκτά στην πορεία του χρόνου στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, προστατεύοντας από τη μία τη συνοχή τους, καθιστώντας τις όμως από την άλλη άκαμπτες και απροσάρμοστες στις αναπόφευκτες εξελίξεις.

Η ελληνική κοινωνία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η θρησκευτική (χριστιανική) ομοιογένεια του πληθυσμού και η συλλογική αντίληψη για μία κοινή ελληνική - εθνική πολιτισμική παράδοση καθιστούν την νέο – ελληνική κοινωνία συμπαγή, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Βέβαια, οι οικονομικές και πολιτικές διαφορές έχουν διαμορφώσει επιμέρους διαστρωματώσεις, οι οποίες αντανακλώνται στις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις που κυριαρχούν. Ωστόσο, φαίνεται ότι ένας άλλος διαχωρισμός, όχι ασύμπτωτος με τους «παραδοσιακούς», αναφύεται και καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις εντός του κοινωνικού συνόλου.

Πιο συγκεκριμένα, στο σύγχρονο κόσμο τα διαχωριστικά τείχη μεταξύ πολιτισμών, λαών, κρατών, ακόμα και σε διαφορετικές ηπείρους είναι μικρότερα από ποτέ. Αυτό δε συμπεριλαμβάνει μόνο την «ανοιχτή» οικονομία, όπου εμπορεύματα, κεφάλαια και επιχειρήσεις μετακινούνται από τόπο σε τόπο, αλλά κυρίως την ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων και τρόπου ζωής. Αυτή η ανταλλαγή δεν είναι ανώδυνη, καθώς οι ισχυροί πολιτισμοί υπερισχύουν έναντι των ασθενέστερων και «απειλούν» τις δομές επιμέρους κοινωνιών ή και ομάδων με νέες. Στις κοινωνικές ομάδες ή και στα άτομα, που νιώθουν την απειλή των (αναπόφευκτων) αλλαγών αναπτύσσεται η ανάγκη για διαφύλαξη των παραδοσιακών δομών έναντι των επερχόμενων νέων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η «εμμονή» στην κατεστημένη τάξη έρχεται σε αντίθεση με τη αυτό που συνήθως δαιμονοποιείται ως παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας ένα νέο διαχωρισμό: στον ένα πόλο η προσήλωση στις λίγο – πολύ υφιστάμενες δομές -στον άλλο πόλο η ανάγκη για συμμετοχή σε ένα ενοποιημένο, πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον.

Στην Ελλάδα η μορφή της αντίδρασης έναντι στις παγκόσμιες αλλαγές εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Διάσπαρτες και φαινομενικά ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων παρουσιάζουν κοινές απόψεις σε ζητήματα όπως η θρησκευτική ιδιαιτερότητα (ζήτημα ταυτοτήτων, εναγκαλισμός κράτους – εκκλησίας), στον οικονομικό προστατευτισμό (διόγκωση του κράτους, περιορισμοί στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές) ή και στην αντίληψη για την έννοια του ελληνικού έθνους (απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παράλληλα με τη φυλετική καθαρότητα), συγκροτούν μία αδιαμόρφωτη ακόμα κατηγορία του πληθυσμού που αντιμάχεται τη συμμετοχή του νέο – ελληνικού πολιτισμού με άλλους όρους στην παγκόσμια σκηνή. Η ταύτιση των θέσεων σε αυτά τα θέματα μεταξύ διαφορετικών πολιτικών χώρων όπως τμήματα της αριστεράς, η πατριωτική δεξιά, αλλά και επιμέρους ομάδων στα δύο μεγάλα κόμματα είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι, ο διαχωρισμός «εθνικός προστατευτισμός» - «παγκοσμιοποίηση» ξεφεύγει από τις ως τώρα γνωστές διακρίσεις πολιτικής αντίληψης.

Επιπροσθέτως, ο εγγενής συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας τροφοδοτεί συνεχώς τις αντιλήψεις περί του «κακού» της παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης για διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής δομής. Επιπλέον, η αδυναμία μέρους του πληθυσμού να προσαρμοσθεί σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον με περισσότερες ευκαιρίες και προκλήσεις το σπρώχνει στην αποδοχή «προστατευτικών –συντηρητικών» αντιλήψεων. Για παράδειγμα, στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου περίπου το 34% αυτών που ψήφισαν για πρώτη φορά επέλεξαν το ΛΑ.Ο.Σ. που πολιτεύεται ως ο θεματοφύλακας του Ελληνο–ορθόδοξου πολιτισμού! Η ανεργία που μαστίζει αυτές τις ηλικίες (18-24), αλλά κυρίως το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν έχει τα εφόδια (εκπαίδευση, κατάρτιση, ευκαιρίες) να σταθεί σε ένα πιο ανοικτό, πιο απαιτητικό περιβάλλον το συνδιαμορφώνει σε νοσταλγό - απολογητή ενός συστήματος που το οδήγησε σε αυτή ακριβώς τη μειονεκτική θέση.

Ο κίνδυνος από την ενίσχυση της συντήρησης στην Ελλάδα είναι ορατός. Το ενδεχόμενο η νέο - ελληνική κοινωνία να σηκώσει υψηλότερα τείχη έναντι της διεθνοποίησης των πολιτισμών συνεπάγεται καθυστέρηση, πολιτισμική στασιμότητα και τελικά κατάρρευση. Είναι χαρακτηριστική η κατάληξη των κοινωνιών που περιχαρακώθηκαν στο μικρόκοσμό τους και αρνήθηκαν την ανταλλαγή και τη σύνθεση νέων πολιτισμικών αξιών.

Το ζήτημα λοιπόν δεν έγκειται στο πόσο καλή ή κακή είναι η επονομαζόμενη παγκοσμιοποίηση, αλλά στο κατά πόσο η ελληνική κοινωνία θα αποφασίσει να εξελιχθεί ή όχι. Και ότι δεν εξελίσσεται, δεν προσαρμόζεται και δεν ανασυντίθεται σταδιακά φθίνει και χάνεται…