Φεβρουαρίου 23, 2009

Το δημόσιο χρέος και το κράτος πρόνοιας

Η βαθιά οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει σε όλο τον πλανήτη, φέρνει αντιμέτωπη την Ελλάδα με ένα από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει εδώ και 30 χρόνια: το υψηλό δημόσιο χρέος.

Η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), δηλαδή η καθιέρωση του Ευρώ και η ευνοϊκή παγκόσμια οικονομική συγκυρία έως τα μέσα του 2008, διευκόλυναν τη χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείμματος τόσο σε όρους προσέλκυσης κεφαλαίων, όσο και στη μείωση του ζητούμενου επιτοκίου από τους δανειστές. Ωστόσο, αυτή η ευνοϊκή εξέλιξη λειτούργησε ως παραπέτασμα καπνού στο πραγματικό πρόβλημα, το οποίο είναι η διαιώνιση του δημοσίου ελλείμματος, παρά τις δεσμεύσεις της χώρας προς την Ε.Ε. και κυρίως παρά το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της. Μάλιστα, η παραχάραξη των δημόσιων οικονομικών με τις μεθόδους της «δημιουργικής λογιστικής», προκειμένου να αποκρυφτεί το πραγματικό δημόσιο έλλειμμα, είναι χαρακτηριστική για το γεγονός ότι η καταπολέμηση του δεν ήταν ποτέ κύρια και ειλικρινής πολιτική προτεραιότητα.

Με βάση τις εκτιμήσεις του ίδιου του ελληνικού κράτους το 2009 η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλλει περίπου €12δις, μόνο για να καλύψει του τόκους των δανείων της. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 5% του ΑΕΠ (δηλαδή όλων των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών της ελληνικής οικονομίας σε 1 έτος), ή αλλιώς είναι περίπου ίσο με όλα τα έσοδα που εισπράττει το κράτος από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων!


Είναι προφανές, ότι αυτό το δημόσιο χρέος υπονομεύει τα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, στερώντας πολύτιμους πόρους για την ανάπτυξη και τις δράσεις κατανομής του παραγόμενου πλούτου σε πιο πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελεί με άλλα λόγια, βασικό ανασχετικό παράγοντα για τη βελτίωση και την πρόοδο των όρων διαβίωσης των κατοίκων της Ελλάδας και όχι μόνο σε όρους αύξησης του εισοδήματος, αλλά κυρίως σε όρους διατήρησης και αποτελεσματικότητας του κράτους πρόνοιας, όπως αυτό εκφράζεται (ή θα έπρεπε να εκφράζεται) από την αναδιανομή των εσόδων του κράτους μέσω δημόσιων αγαθών (εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση, αστυνόμευση, έργα υποδομής κλπ).

Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι η Ελλάδα απλά χρωστά σε δάνεια, πράγμα που περιορίζει τις αναπτυξιακές της δυνατότητες, αλλά και τις πρωτοβουλίες για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Το χειρότερο είναι ότι αυτά τα δάνεια σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν σπαταληθεί και ακόμα σπαταλούνται για τη συντήρηση ενός κράτους – τέρατος και των παρασίτων του και όχι στη χρηματοδότηση – ενίσχυση παραγωγικών δομών, που επιστρέφουν (με το παραπάνω) τα δανεικά και δημιουργούν διατηρήσιμη ανάπτυξη. Δηλαδή, το δημόσιο χρέος οφείλεται σε δάνεια που προορίστηκαν και ακόμα προορίζονται για την επιβίωση αντιπαραγωγικών – παρασιτικών μηχανισμών εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας και του μέλλοντος της, χωρίς να υπάρχει προσδοκία αποπληρωμής του από την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα.

Στο όνομα μίας κακώς εννοούμενης «κοινωνικής πολιτικής» ένα φαύλο σύστημα δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών και επιχειρήσεων απομυζεί την ελληνική οικονομία και είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία ενός δημόσιου χρέους που στερεί από άλλες δημιουργικές δυνάμεις την αναγκαία χρηματοδότηση. Μάλιστα, αυτό το φαύλο σύστημα δεν επιτελεί το ρόλο που υποτίθεται ότι έχει, να παρέχει δημόσια αγαθά στην κοινωνία, όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια κλπ σε ένα υψηλό επίπεδο. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην ύπαρξη αυτών των μηχανισμών, αλλά στη λειτουργία τους. Το πρόβλημα δεν είναι π.χ. η αρχή της δημόσιας παιδείας ή της υγείας αλλά το πώς εφαρμόζονται αυτές από ένα σύστημα εξουσίας που εκμεταλλεύεται αυτές τις ιδέες για να παρασιτεί σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας.

Είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις κρατικών οργανισμών που χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο και έργο χρηματοδοτούνται αφειδώς για 10ετίες τώρα. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο κρατικός οργανισμός (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) που κοινωνικοποιούσε επιχειρήσεις κατά τη 10ετία του 80. Ενώ οι εταιρίες που κρατικοποίησε, στο όνομα της προστασίας των θέσεων εργασίας, κόστισαν περίπου 500 δις δραχμές το τελικό του κόστος έφθασε περίπου στα 2 τρις δραχμές. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις τελικά κατέρρευσαν, χρεώνοντας την κοινωνία με τεράστια χρέη και μαρασμό άλλων ομοειδών επιχειρήσεων που δεν είχαν την «προστασία» του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν η κατασπατάληση απαραίτητων πόρων για την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας, σε κρατικές επιχειρήσεις από τις οποίες πλούτισαν και έκαναν καριέρες κομματικά στελέχη και επιχειρηματίες άρπαγες. Επίσης χαρακτηριστικές περιπτώσεις της παρασιτικής λειτουργίας πολλών κρατικών μορφωμάτων στην Ελλάδα είναι ο ΟΣΕ και τα νοσοκομεία. Ενώ το κόστος λειτουργίας τους, που κυρίως χρηματοδοτείται με κρατικό δανεισμό, ως προς τις παροχές τους είναι από τα υψηλότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουμε ένα απαρχαιωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο και προβληματικές υπηρεσίες υγείας. Δηλαδή αντί το κόστος που καταβάλλει το κράτος, δηλαδή οι πολίτες, να μεταφράζεται σε υπηρεσίες προς το κοινωνικό σύνολο, σπαταλάται σε ένα διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό μηχανισμό.

Συνεπώς, η λύση για τη μείωση του δημόσιου χρέους και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών δεν αφορά τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, αλλά την αποδοτικότερη λειτουργία των φορέων που το κράτος έχει δημιουργήσει για να επιτελούν αυτό το ρόλο. Το κόστος θα πρέπει να αφορά κατά κύριο λόγο τις δαπάνες που σχετίζονται άμεσα με την παροχή των υπηρεσιών και όχι με τις δαπάνες του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Για παράδειγμα, στα νοσοκομεία οι ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό θα πρέπει να είναι η συντριπτική πλειοψηφία των απασχολούμενων και όχι οι γραμματείς και οι συντηρητές. Οι προμήθειες του δημοσίου θα πρέπει να γίνονται κεντρικά από αυτόνομο φορέα, έτσι ώστε να υπάρχει καλύτερος έλεγχος, διαφάνεια και μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα. Επίσης θα πρέπει να κλείσουν πολλοί δημόσιοι οργανισμοί και υπηρεσίες χωρίς αντικείμενο, προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα. Επίσης, οι μισθοί και γενικότερα οι αποδοχές σε αυτές τις υπηρεσίες θα πρέπει να συνδεθούν με τις υπηρεσίες που παρέχονται και την ποιότητά τους, όπως αυτή αξιολογείται από αυτούς που τις λαμβάνουν, δηλαδή τους πολίτες.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση του δημοσίου χρέους. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητες και για τη βελτίωση του κράτους και των παρεχόμενων υπηρεσιών του προς τους πολίτες. Ωστόσο, οι παρασιτικοί μηχανισμοί με κορυφαίους αυτούς των πολιτικών κομμάτων και των media, στέκονται εμπόδιο σε κάθε τέτοια αλλαγή προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, καθώς αδυνατίζει η επιρροή τους και απειλείται η «ευημερία» τους εις βάρος των πολλών. Όσο όμως το πρόβλημα του δημόσιου χρέους γίνεται οξύτερο χωρίς να δίνεται δομική λύση, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος της απαξίωσης του κράτους πρόνοιας.

Συνεπώς, η καταπολέμηση του δημοσίου χρέους είναι μάχη υπέρ του κράτους πρόνοιας. Η λύση είναι να αλλάξουμε τη δομή του κράτους, η οποία όμως προαπαιτεί αλλαγή του πολιτικού κατεστημένου των κρατικοδίαιτων κομμάτων και μηχανισμών εξουσίας (κόμματα, media, συνδικαλιστικές ομάδες κλπ) που τρέφονται από τις σάρκες των πολλών.
Η συντήρηση του κράτους όπως είναι τώρα στρέφεται ουσιαστικά ενάντια στο κράτος πρόνοιας και την κοινωνική συνοχή. Η αναμόρφωση του κράτους αποτελεί ανάγκη και όποιες δυνάμεις αρνούνται αυτή την αλλαγή, είτε άμεσα είτε έμμεσα με την ανυπαρξία ρεαλιστικων προτάσεων, στην ουσία υπονομεύουν την ίδια τη χώρα και το μέλλον της.